γλευκόμετρο(ν)

γλευκόμετρο(ν)
το сусломер

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γλευκόμετρο(ν)" в других словарях:

  • γλευκόμετρο — το όργανο, με το οποίο μετριέται η περιεκτικότητα τού γλεύκους σε σάκχαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλεύκος + μέτρο(ν). Η λ. γλευκόμετρον μαρτυρείται από το 1881 στον Μαν. Χαιρέτη] …   Dictionary of Greek

  • γλευκοζύγιο — το και γλευκόζυγος, ο το γλευκόμετρο* …   Dictionary of Greek

  • γλεύκος — το (AM γλεῡκος) ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση μσν. ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·|| αρχ. 1. ο χυμός τού σταφυλιού 2. η ορμή («τῆς ἡλικίας τὸ γλεῦκος») 3. η γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με απαθή βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

  • μουστόμετρο — το όργανο με το οποίο μετρούν την περιεκτικότητα του μούστου σε ζάχαρο, το γλευκόμετρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»